έξαρκώ

έξαρκώ
(ε) (αόρ. εξήρκεσα) αμετ. быть достаточным, хватать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "έξαρκώ" в других словарях:

  • εξαρκώ — (AM ἐξαρκώ, έω) 1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.) 2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.) 3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • αρκώ — (AM ἀρκῶ έω) 1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ 2. αρκούμαι μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό 3. τα αρκούντα αρκετή ποσότητα αρχ. 1. αποκρούω, αποσοβώ 2. προστατεύω, υπερασπίζω 3. βοηθώ 4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.… …   Dictionary of Greek

  • εκχράω — (I) ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α) 1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω 2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ. θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» πώς θα… …   Dictionary of Greek

  • εξαρκούντως — ἐξαρκούντως (Α) [εξαρκώ] επίρρ. 1. επαρκώς, αρκετά («ἠρίστηται δ έξαρκούντως», Αριστοφ.) 2. φρ. «ἐξαρκούντως ἔχω τινί» αρκούμαι σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • παρεξαρκώ — έω, Μ [εξαρκώ] 1. διαρκώ 2. σώζομαι, διατηρούμαι («ὅς τάφος παρεξήρκεσε μέχρι καὶ Θεοφίλου», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεξαρκώ — έω, Α [ἐξαρκῶ] αρκώ υπολογιζόμενος μαζί («τοῡ πλάτους τῆς βάσεως μὴ συνεξαρκοῡντος», Στράβ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»